κεροιαξ

κεροιαξ
    κεροίαξ
    κερ-οίαξ
    -ᾱκος ὅ канат для управления реей Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κεροιαξ" в других словарях:

  • κεροίαξ — ο (Α κεροίαξ ακος) ναυτ. καθένα από τα σχοινιά που αναβαστάζουν τα άκρα των κεραιών τών τετραγωνικών ιστίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + οἴαξ «δοιάκι»] …   Dictionary of Greek

  • κεροίαξ — κεροίᾱξ , κεροίαξ ropes belonging to the yard arm masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντίκι — το (Μ μαντίκιον και μαντίκιν) ο κεροίαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. manticio] …   Dictionary of Greek

  • κεροιάκων — κεροιά̱κων , κεροίαξ ropes belonging to the yard arm masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»